- ομορον
- ὅμορονὅμ-οροντό общая граница, рубежи
κατὰ τὸ ὅ. διάφοροι εἶναί τισι Thuc. — иметь с кем-л. столкновения из-за границ
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατὰ τὸ ὅ. διάφοροι εἶναί τισι Thuc. — иметь с кем-л. столкновения из-за границ
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὅμορον — ὅμορος having the same borders with masc/fem acc sg ὅμορος having the same borders with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμορος — η, ο (Α ὅμορος και επικ. ιων. τ. ὅμουρος, ον) (για χώρες ή για εδαφικές εκτάσεις) αυτός που έχει κοινά σύνορα με κάποιον άλλο, αυτός που συνορεύει με κάποιον, γειτονικός (α. «η Ελλάδα και η Αλβανία είναι όμορες χώρες» β. «καὶ χώραν ὅμορον καὶ… … Dictionary of Greek